καλοτεχνισμένος

καλοτεχνισμένος
καλοτεχνισμένος, -η, -ον (Μ)
(για στρατιώτες) εκπαιδευμένος, γυμνασμένος καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + τέχνη, με επίδραση τής μτχ. σε -ισμένος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”